- αλάκερος
- -η, -οαντί τού ολάκερος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολάκερος* με προληπτική αφομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάκερος — η, ο ολωσδιόλου ακέραιος, ολόκληρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)